Αν και δεν έχω ταξιδέψει πολύ, η επίσκεψη μου στο Porrua υπήρξε από τα ωραιότερα ταξίδια μου και θα σας εξηγήσω αμέσως γιατί. Πρώτος μας σταθμός το Μπιλμπάο, όπου μπορέσαμε, η Φαίη και εγώ, να το απολαύσουμε καλύτερα την επόμενη ημέρα (14 Νοεμβρίου). Έχοντας αρκετό χρόνο στη διάθεσή μας δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε το πλέον δημοφιλές αξιοθέατο του Μπιλμπάο, που δεν είναι άλλο από το μουσείο Guggenheim. Μία κατασκευή του αμερικανού αρχιτέκτονα Frank Gehry, που και μόνο ως κτίριο να το δει κάποιος, αποτελεί ένα εξαιρετικό δημιούργημα. Στους χώρους του φιλοξενεί σύγχρονους αλλά και κλασικούς καλλιτέχνες, όπως ο Σάι Τουόμπλυ κι ο Τιτσιάνο αντίστοιχα. Ακριβώς έξω και γύρω από το μουσείο δεσπόζουν κατασκευές από τιτάνιο όπως ο λουλουδένιος σκύλος, τα πολύχρωμα μπαλόνια κι η μαμά – αράχνη, la mamma, που ήταν ιδιαίτερα επιβλητική με την παρουσία της. Θα ήθελα όμως να σας διηγηθώ την ιστορία μου μέσα στην αίθουσα «matter of time» του μουσείου. Πρόκειται για μία αίθουσα με σιδηροκατασκευές, αρκετά μεγάλες σε ύψος και όγκο, διαφόρων σχημάτων (κυκλικές, σπειροειδής, ελλειπτικές κτλ). Στόχος του καλλιτέχνη είναι ο επισκέπτης, περπατώντας μέσα σε αυτές τις κατασκευές, να αντιληφθεί την έννοια του χρόνου με το δικό τον τρόπο. Έχω δε, να σας πω πως τα κατάφερε μια χαρά, αφού προς στιγμή ένιωσα πως βρισκόμουν μέσα σ’ ένα λαβύρινθο, μη μπορώντας να βρω την άκρη του! Τι να πω…βίωσα το καλλιτέχνημα σε όλη του την διάσταση! Την επόμενη ημέρα φθάσαμε στο Porrua. Εκεί μείναμε σ’ ένα εκπληκτικό πανδοχείο, πραγματικά μοναδικό! Ήταν όλα τόσο περιποιημένα και καλά βαλμένα μέσα στο χώρο, που ζήλεψα…Το ίδιο βράδυ έγινε η πρώτη γνωριμία με τους ντόπιους αλλά και με τα μέλη των άλλων αποστολών. Εντυπωσιάστηκα από την απλότητα των ανθρώπων αυτών. Καθόλου δήθεν και «προσεκτικοί» στην συμπεριφορά τους. Αυτό που έβλεπες, αυτό ήταν! Το πρωινό που ακολούθησε ήταν αφιερωμένο στο χωριό. Μέρος καταπράσινο με ξύλινα και λιθόκτιστα σπίτια, ιδιαίτερα προσεγμένα, με θέα τα βουνά και με μία ελαφριά ομίχλη να καλύπτει τις κορυφές τους. Η γραφική εκκλησία βρισκόταν στο κέντρο της πλατείας με 1– 2 καφενεδάκια τριγύρω. Μαγαζιά δεν υπήρχαν, παρά μόνο ένας φούρνος απέναντι από το πανδοχείο μας. Οι κάτοικοι, κλασικές φιγούρες, μετακινούνταν με τα αγροτικά τους αυτοκίνητα, οι δε ηλικιωμένοι φρόντιζαν το σπίτι και κυρίως τις αγελάδες τους. Το ίδιο μεσημέρι, σ’ ένα αρκετά μεγάλο χώρο, παραβρεθήκαμε στο παζάρι των αγελάδων, όπου οι κάτοικοι είχαν την δυνατότητα να «αξιολογήσουν» την δύναμη και την καλή υγεία του υποψήφιου ζώου τους. Εκεί ακριβώς ήταν που γνώρισα και τον Λουίς. Έναν 94 συνταξιούχο που αρνούνταν κατηγορηματικά να απολαύσει την ησυχία των τόσων χρόνων του. Μεταφραστής στο επάγγελμα και γνωρίζοντας 7 γλώσσες δεν άργησε να μας πιάσει την κουβέντα και να μας ξεναγήσει στο υπόλοιπο χωριό. Παρέα με τις φίλες που έκανα στο ταξίδι, την Anne, από την δανέζικη αντιπροσωπεία και την Κάθριν, από την γερμανική, περιπλανηθήκαμε αρκετές ώρες στο χωριό. Αργά το απόγευμα επισκεφθήκαμε την σπηλιά «El pindal». Μία σπηλιά βάθους περίπου 250μ. όπου και ευρέθησαν πολλά προϊστορικά σύμβολα. Η αμέσως επόμενη επίσκεψή μας ήταν στο μουσείο των Ινδιάνων ή αλλιώς της μετανάστευσης, όπως το αναφέρουν οι ντόπιοι, καθώς είχε σπάνιο υλικό και φωτογραφίες από την εποχή της μετανάστευσης των κατοίκων, συνήθως με προορισμό το Μεξικό, την Κούβα ή την Αργεντινή. Η επόμενη ημέρα μας βρίσκει στο λαογραφικό μουσείο του χωριού. Κάθε χώρος του αποτύπωνε και ένα ξεχωριστό θέμα. ¶λλο δωμάτιο είχε είδη οικιακής χρήσης, άλλο αναπαριστούσε μια κουζίνα της εποχής, άλλο ένα τυπικό υπνοδωμάτιο και άλλο εργαλεία σκαψίματος, άροτρα κτλ. Στην επιστροφή, που ήταν και πραγματική έκπληξη, επισκεφθήκαμε την παραλιακή πόλη Llanes, όπου μπορέσαμε να δούμε τα λιθόκτιστα σοκάκια, την βασιλική του Llanes, το κάστρο αλλά και την μοναδική παραλία τους. Αυτό όμως που μου έκανε εντύπωση ήταν το γεγονός ότι οι βάρκες των κατοίκων, αραγμένες κανονικά με τις άγκυρές τους, κείτονταν σε κοινή θέα πλαγιασμένες στην μαλακή άμμο του βυθού του λιμανιού, περιμένοντας υπομονετικά την επόμενη άμπωτη για να μπορέσουν να εκπληρώσουν και πάλι τον λόγο ύπαρξής τους: να πλεύσουν στο νερό! Θέαμα που δεν συναντάμε κάθε μέρα! Το βράδυ μείναμε και πάλι στο Μπιλμπάο, όπου περιπλανηθήκαμε στην παλιά πόλη, στην αγορά και στα ατελείωτα πάρκα, που βρίσκονταν σε κάθε γωνιά της πόλης. Αν και περίμενα την επιστροφή μου με ανυπομονησία, φεύγοντας ένιωσα μια γλυκιά νοσταλγία, γιατί στο Porrua αισθάνθηκα πραγματικά σαν να μην είχα φύγει ποτέ από το χωριό μου…